παρασημασία — ἡ, Α 1. ένδειξη, δείγμα, σημάδι 2. σημείωση, παρατήρηση στο περιθώριο 3. καλή φήμη, ανάμνηση, αναφορά («γυνὴ ἀξία παρασημασίας», Πολύβ). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σημασία] … Dictionary of Greek
παρασημασίας — παρασημασίᾱς , παρασημασία indication fem acc pl παρασημασίᾱς , παρασημασία indication fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek